- ναυαγοσωστικό
- [навагосотико] ουσ. о. спасательный корабль,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ναυαγοσωστικό — το βλ. ναυαγοσωστικός … Dictionary of Greek
ναυαγοσωστικό — το ειδικό σκάφος για τη βοήθεια πλοίων που κινδυνεύουν να ναυαγήσουν ή που ναυαγούν: Τα ναυαγοσωστικά δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στον τόπο του ναυαγίου από τη θαλασσοταραχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
ναυαγοσωστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή παίρνει μέρος στη διάσωση ή ασχολείται με τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων τα οποία κινδυνεύουν να βυθιστούν («ναυαγοσωστική λέμβος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ναυαγοσωστικό πλοίο ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο με τα… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek